Ο Μάριος Πλωρίτης μιλά για τον Pirandello



Ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας που ως συνέπεια έχει την γνώμη και την κρίση με κάθε διαφορετικό γύρω μας, με απασχολεί αυτό το διάστημα, ως κεντρική βάσανος σκέψης προϊόντος του ανεβάσματος του έργου που με απασχολεί και τιτλοφορείται "Οι ζωές των άλλων". 
Χωρίς να λειτουργήσω λογικά θέλησα να διαβάσω ξανά το έργο του Λουϊτζι Πιραντέλλο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» που έχει μεταφράσει ο σπουδαίος Μάριος Πλωρίτης.
Η υπηρέτηση της λογικής μέσα από τις μικρές ή μεγάλες σιγουριές που δημιουργούν προσδοκίες αυτό-επιτίμησης του τρόπου σκέψης μας, είναι παρούσες στο εν λόγω έργο του Ιταλού δραματουργού, αλλά και σήμερα στην πραγματική ζωή γύρω μας.
Αυτό που με οδήγησε να δακτυλογραφήσω την παρούσα ανάρτηση, είναι η ενδιαφέρουσα εισαγωγή του βιβλίου * που περιλαμβάνει θεατρικά έργα του Πιραντέλλο, υπό τον τίτλο «Οι μάσκες και ο καθρέφτης» και την υπογράφει ο μεταφραστής.
Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό εισαγωγικό σημείωμα ταιριαστά άξιο με το καλλιτεχνικό ανάστημα του Πλωρίτη, που αξίζει να το περάσω από το βιβλίο στα πλήκτρα του υπολογιστή.
Ότι μας γοητεύει, θέλω να πιστεύω πως είναι άχρηστο αν δεν μοιράζεται.

Κλείνοντας με περιπαικτική διάθεση προς την σκέψη μου, θέλω να προσθέσω πως επειδή κάθε κανόνας για να ισχύει χρειάζεται και τις εξαιρέσεις του, νομίζω ότι από το μοίρασμα καλό είναι να εξαιρούνται οι έρωτές μας, γιατί κοινοκτημοσύνη σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αναγνωρίζει ο σημερινός πολιτισμός της μη μητριαρχικής εξουσίας.
 
Κ.Ζ

 




ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

«Σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν τρεις Γιάννηδες: ο Γιάννης όπως είναι ο Γιάννης, ο Γιάννης όπως νομίζει τον εαυτό του και ο Γιάννης όπως τον νομίζουν οι άλλοι». Αυτό τον αφορισμό του αμερικάνου συγγραφέα του περασμένου αιώνα Wendell Holmes θα μπορούσε να τον έχει γράψει κι ο Luigi Pirandello (1867- 1936). Μόνο που για τον σικελό δραματουργό, ο πρώτος Γιάννης ( ο «Γιάννης όπως είναι») δεν υπάρχει καν. Υπάρχουν μόνο οι άλλοι δύο – που κι αυτοί δεν είναι δύο, αλλά αμέτρητοι. Κι όλο του το έργο –πεζογραφικό και θεατρικό – στηρίζεται σ’ αυτή την «πολλαπλότητα» του ατόμου.

«
Ο καθένας μας – λέει, σχολιάζοντας την τέχνη του μεγάλου συμπατριώτη του, ο Sylvio D’ Amico – δεν είναι αυτό που νομίζει ότι είναι, αλλά είναι «ένας, κανένας, κι εκατό χιλιάδες», ανάλογα με το πώς τον βλέπει τούτο ή εκείνο το πρόσωπο, και πάντα αλλιώτικος απ’ ότι πλάθει ο ίδιος τον εαυτό του μέσ’ στο μυαλό του. Γι’ αυτό, η καταστροφή είναι τεράστια, όταν ένας ηθικός καθρέφτης του αποκαλύψει ξαφνικά την εικόνα του εαυτού του όπως την βλέπουν οι άλλοι, δηλαδή τι είναι για τους άλλους».
Έτσι ο κάθε άνθρωπος έχει άπειρες μορφές για τους τρίτους. Αλλά οι μορφές αυτές δεν στηρίζονται μόνο στο διαφορετικό πρίσμα απ’ όπου τον βλέπουν οι άλλοι. Υπάρχουν μ έ σ α  μ α ς .

«Ο καθένας μας – λέει ο Pireandello – πιστεύει πως ο εαυτός του είναι ένας. Μα γελιέται: ο καθένας μας είναι τόσο πολλοί, τόσο πολλοί – όσες και οι δυνατότητες που υπάρχουν μέσα μας… Εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε παρά μονάχα ένα μέρος του εαυτού μας – και, σίγουρα, το λιγότερο σημαντικό».

Συνέπεια ετούτης της «αυτοάγνοιας» και, μαζί, αντίδραση σ’ αυτήν, είναι οι αμέτρητες όψεις που πλάθει ο ίδιος ο άνθρωπος για τον εαυτό του: «Νομίζω – λέει πάλι ο σικελός δραματουργός – πως η ζωή είναι μια πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας – χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πώς, γιατί κι από πού- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μια πραγματικότητα (μια για τον καθένα και ποτέ την ίδια για όλους), που κάθε τόσο αποδείχνεται ότι είναι μάταιη και φανταστική…».

Έτσι, το άτομο δεν είναι ποτέ ΕΝΑ, ούτε για τους άλλους, ούτε για τον εαυτό του. Και οι συγκρούσεις των διαφορετικών «εικόνων» που έχει ο κάθε τρίτος για μας, κι εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας – αποτελούν το Δράμα του Pirantello.

«Η τέχνη μου – λέει πάλι ο ίδιος – είναι γεμάτη πικρή συμπόνια για όλους εκείνους που εξαπατούν τον εαυτό τους. Ωστόσο, αυτή η συμπόνια δε μπορεί παρά να συνοδεύεται από το άγριο περιγέλασμα της μοίρας, που καταδικάζει τον άνθρωπο στην απάτη». Κι αλλού συμπληρώνει : «Όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δε φαίνεται. Λοιπόν, κάντε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Βάλτε μπροστά του έναν καθρέφτη. Τότε, ή μένει κατάπληκτος από την όψη του, ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μη δει τον εαυτό του, ή , έξω φρενών, φτύνει την εικόνα του, ή , οργισμένος, δίνει μια γροθιά για να την καταστρέψει… Κι αν έκλαιγε, δεν μπορεί πιά να κλάψει. Κι αν γελούσε, δε μπορεί πια να γελάσει άλλο… Μια φορά, κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το θέατρό μου».

Δεν είναι, βέβαια, εύρημα του Pirandello τούτη η αντίληψη για την υποκειμενικότητα της αλήθειας. Από τον Ηράκλειτο («είμεν και ουκ είμεν») και το Γοργία («πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος») ως τον Comte, οι «σχετικοκράτες» καταρρίψανε την πίστη στην απόλυτη αλήθεια κι απόδειξαν πως, τόσο η γνώση, όσο και η ηθική, αλλάζουν σύμφωνα με το χώρο, το χρόνο και το υποκείμενο που τις «κρίνει».
Και, το δίχως άλλο, η περιλάλητη θεωρία της Σχετικότητας, που εξάγγειλε (1905) ο Einstein, - όταν ο Pirandello έκανε τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα και δέκα χρόνια πριν ο συγγραφέας του «Μακαρίτη Ματία Πασκάλ» καταπιαστεί με το θέατρο, -θα τον επηρέασε βαθύτατα.
Άλλωστε ο Pirandello δεν είναι ένα παράξενο, μοναχικό δέντρο, που ξεπετάχτηκε απότομα κι απρόσμενα μέσα σ’ένα λαχανόκηπο. Οι πιο άξιοι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού θεάτρου στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου ( από τον Τσέχωφ ως τον Synge και τον Barrie) είχαν στρέψει την προσοχή τους στην αντίθεση πραγματικότητας και φαντασίας, «είναι» και «φαίνεσθαι».

Στην πατρίδα του την Ιταλία, πάλι, ο Ραλισμός δε μπόρεσε ποτέ να ριζώσει βαθιά. Η όπερα με την χτυπητή θεατρική συμβατικότητά της και η Commedia dell’ Arte με τους σχηματικους τύπους της, ήταν πολύ περισσότερο μέσα στο αίμα συγγραφέων και κοινού. Γι’ αυτό κι οι Ιταλοί, ενώ δεν έχουν να παρουσιάσουν κανένα σπουδαίο ρεαλιστή, πιστώνονται με ένα θεατρικό είδος, που γέννησε ένας απ’τους κορυφαίους δραματουργούς του αιώνα μας : το είδος είναι το «Θέατρο του Γκροτέσκο» κι ο δραματουργός, φυσικά, ο Pirandello.

Ο Luigi Chiarelli, ο Luigi Antonelli κι ο Rosso di San Secondo (που έδωσαν τα καλύτερά του έργα, όταν ο Pirandello, αν και 15 ή 20 χρόνια μεγαλύτερός τους, πρωτοδοκίμαζε τις δυνάμεις του στην σκηνή) έχουν κοινό θέμα τους την ιλαροτραγική αιώρηση του ανθρώπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην φαντασία, και κοινό ύφος τον γκροτέσκα χιουμοριστικό χειρισμό των θεμάτων τους. Και μόνο οι τίτλοι των σπουδαιότερων έργων τους. – «Η μάσκα και το πρόσωπο» (La maschera e il volto) του πρώτου, «Ο άνθρωπος που αντάμωσε τον εαυτό του» (L’ uomo che incontro se stesso) του δεύτερου, «Μαριονέττες, τι πάθος!» (Maarionette, che passione!) του τρίτου -μαρτυράνε το περιεχόμενό τους, αλλά και την επίδραση που είχε πάνω τους η πάντα ζωντανή παράδοση της Commedia dell’ Arte με τις μάσκες της.
Οι «μάσκες» αυτές, -όπως τις μεταμόρφωσε το «Γκροτέσκο Θέατρο» σε μάσκες ψυχολογικές, ηθικές και κοινωνικές, - βρίσκουν την αποκορύφωσή τους στον Pirandello – που, άλλωστε, έδωσε σ’όλο του το θεατρικό έργο το γενικό τίτλο «Γυμνές Μάσκες» (Maschere nude). Γυμνές, γιατί, με τα δράματα και τις κωμωδίες του, προσπαθεί να ξεμασκαρέψει τους ήρωές του, να τους αποσπάσει το προσωπείο που σκάρωσαν οι ίδιοι ή που τους έχει επιβάλει η κοινωνία. Να τους φέρει αντιμέτωπους με τον ηθικό καθρέφτη, όπου θα δουν τον εαυτό τους, στις άπειρες αντιφάσεις του. Στα πιο χαρακτηριστικά του έργα –στο «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)», στα «Εξη πρόσωπα…», στον «Ερρίκο Δ΄», στο «Να ντύσουμε τους γυμνούς» - αυτή η πάλη ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην βιτρίνα, ανάμεσα στο πρόσωπο και στην μάσκα, οδηγεί το δράμα σε οξύτητα σπαρακτική, που την κάνουν ακόμα πιο διαπεραστική η διαλεκτική μαεστρία και εξαίρετη τεχνική δεξιότητα του συγγραφέα.

Ωστόσο, μέσα σ’ αυτόν τον ψυχικό «λάκκο με τα φίδια» δε λείπει κάποιος δρόμος λύτρωσης, φτάνει νάχουν οι ήρωες τη δύναμη ν’αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα κατά πρόσωπο. Δε λείπει ένα γνήσια μεσογειακό «πάθος», που συνοδεύει πάντα το συγγραφέα μ’όλο τον «εγκεφαλισμό» του. Δε λείπει, προπάντων, η συμπόνια και το έλεος για την povera gente, για την φτωχη τυραννισμένη ανθρωπότητα, που παραδέρνει αδιάκοπα με τα στοιχειά πούχει μέσα στο νού και στην καρδιά της.

Η «φιλοσοφία», όμως, του Pirandello και τα σοβαρά θέματα των έργων του, δημιούργησαν γρήγορα μια παρεξήγηση, προπάντων όταν ο συγγραφέας απόκτησε πανευρωπαϊκή φήμη. Οι περισσότεροι μη Ιταλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί τα είδαν σαν ζοφερά δράματα. Όμως ο Pirandello, ακόμα και στα πιο «δραματικά» του έργα, μένει γνήσιος εκπρόσωπος του «Grotesco» και κατ’ευθείαν απόγονος της Commedia dell’ Arte. Οι καταστάσεις που επινοεί είναι τραγικές και κωμικές μαζί, και η εξέλιξη και περιπλοκή τους, όσο εντείνει τη δραματικότητά τους, άλλο τόσο οξύνει και την ιλαρότητά τους. Θα μπορούσε να πεις πως τα έργα του είναι μεγαλειώδεις φάρσες όπου το πιο γελοίο ζευγαρώνεται με το πιο σπαραχτικό. Και τα δυό μαζί, ενωμένα κι αχώριστα, κραυγάζουν την αγωνία του ανθρώπου ανάμεσα στην θριβερή εσωτερική του πραγματικότητα και στο εύθραυστο απατηλό προσωπείο του.

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ 



(*) Θεατρικά έργα εκδόσεις Γκόνη 1966.
 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου